μοργεύω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_2) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοργεύω''': [[μεταφέρω]] δράγματα δι’ ἁμάξης, κεκαλυμμένης διὰ δικτυωτοῦ περιφράγματος καλουμένου μόργου, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 116. | |lstext='''μοργεύω''': [[μεταφέρω]] δράγματα δι’ ἁμάξης, κεκαλυμμένης διὰ δικτυωτοῦ περιφράγματος καλουμένου μόργου, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 116. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοργεύω]] (Α) [[μόργος]]<br />[[μεταφέρω]] δράγματα, δεμάτια, με [[άμαξα]] καλυμμένη με δικτυωτό [[περίφραγμα]] το οποίο ονομαζόταν [[μόργος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 207] Stroh im Wagenkorbe fahren, Poll. 7, 116.
Greek (Liddell-Scott)
μοργεύω: μεταφέρω δράγματα δι’ ἁμάξης, κεκαλυμμένης διὰ δικτυωτοῦ περιφράγματος καλουμένου μόργου, Πολυδ. Ζ΄, 116.
Greek Monolingual
μοργεύω (Α) μόργος
μεταφέρω δράγματα, δεμάτια, με άμαξα καλυμμένη με δικτυωτό περίφραγμα το οποίο ονομαζόταν μόργος.