μόρφων: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_22)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόρφων''': -ωνος, ὁ, [[ὑποκριτής]], Ἰγνάτ. Ἐπίσκ. Μαγνησιεῦσιν σ. 144, = 53, ἔκδ. Γενεύης 1623.
|lstext='''μόρφων''': -ωνος, ὁ, [[ὑποκριτής]], Ἰγνάτ. Ἐπίσκ. Μαγνησιεῦσιν σ. 144, = 53, ἔκδ. Γενεύης 1623.
}}
{{grml
|mltxt=[[μόρφων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, [[υποκριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θεράπ</i>-<i>ων</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μόρφων: -ωνος, ὁ, ὑποκριτής, Ἰγνάτ. Ἐπίσκ. Μαγνησιεῦσιν σ. 144, = 53, ἔκδ. Γενεύης 1623.

Greek Monolingual

μόρφων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. -ων (πρβλ. θεράπ-ων)].