ἀκροθάλυπτος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[socarrado]] Hsch. | |dgtxt=-ον [[socarrado]] Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκροθάλυπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καεί στην [[άκρη]], [[ελαφρά]] καμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[θαλύπτω]] «[[θερμαίνω]], [[ανάπτω]], [[φλέγω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A burnt at end, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθάλυπτος: -ον, ὁ καυθεὶς κατὰ τὸ ἄκρον, Λατ. adustus, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον socarrado Hsch.
Greek Monolingual
ἀκροθάλυπτος, -ον (Α)
αυτός που έχει καεί στην άκρη, ελαφρά καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + θαλύπτω «θερμαίνω, ανάπτω, φλέγω»].