ανάπτω

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω)
για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω
αρχ.
1. αναρτώ, κρεμώ
2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω
3. δένω, προσδένω, συνδέω
4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω
5. βάζω φωτιά, ανάβω, πυροδοτώ
6. (αμτβ.) ανάβω, παίρνω φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάπτω < αν(α)- + άπτω. Ο τ. ανάβω, μεταπλασμένος τ. ενεστώτα < άναψα, νεώτ. αόριστος του ανάπτω (πρβλ. έθλιψα-θλίβω, έτριψα-τρίβω κ.ά.).
ΠΑΡ. άναμμα, αναπτός
αρχ.
ανάπτης, άναψις
νεοελλ.
αναπτήρας.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναβοσβήνω, μισοανάβω].