ἀλησμόνητος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(big3_3) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inolvidable]] κυμητίριον (<i>sic</i>) ... τῆς ἀλησμονήτου μνήμης Σωσάννας <i>IG</i> 3.3446, cf. <i>Hesperia</i> 16.1947.33 n.18 (ambas Atenas, crist.). | |dgtxt=-ον<br />[[inolvidable]] κυμητίριον (<i>sic</i>) ... τῆς ἀλησμονήτου μνήμης Σωσάννας <i>IG</i> 3.3446, cf. <i>Hesperia</i> 16.1947.33 n.18 (ambas Atenas, crist.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλησμόνητος]], -ον) [[λησμονῶ]]<br />αυτός που δεν λησμονιέται, δεν λησμονήθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να λησμονηθεί, ο [[αξέχαστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unforgotten, IG3.3446.
Spanish (DGE)
-ον
inolvidable κυμητίριον (sic) ... τῆς ἀλησμονήτου μνήμης Σωσάννας IG 3.3446, cf. Hesperia 16.1947.33 n.18 (ambas Atenas, crist.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλησμόνητος, -ον) λησμονῶ
αυτός που δεν λησμονιέται, δεν λησμονήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να λησμονηθεί, ο αξέχαστος.