ἀμηχανοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(big3_3)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμηχᾰνοεργός) -όν<br />[[incapaz de trabajar]] γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Hes.<i>Fr</i>.123.
|dgtxt=(ἀμηχᾰνοεργός) -όν<br />[[incapaz de trabajar]] γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Hes.<i>Fr</i>.123.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμηχανοεργός]], -όν (Α)<br />ο μη [[επιτήδειος]], μη [[ικανός]] για [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμήχανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμηχᾰνοεργός Medium diacritics: ἀμηχανοεργός Low diacritics: αμηχανοεργός Capitals: ΑΜΗΧΑΝΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: amēchanoergós Transliteration B: amēchanoergos Transliteration C: amichanoergos Beta Code: a)mhxanoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A unfit for work, Hes.Fr.198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχᾰνοεργός: -όν, ἀνεπιτήδειος πρὸς ἐργασίαν, Ἡσ. Ἀποσπ. 13.

Spanish (DGE)

(ἀμηχᾰνοεργός) -όν
incapaz de trabajar γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Hes.Fr.123.

Greek Monolingual

ἀμηχανοεργός, -όν (Α)
ο μη επιτήδειος, μη ικανός για εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμήχανος + -εργός < ἔργον.