ἀμφέλικτος: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
(3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφέλικτος''': ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.
|lstext='''ἀμφέλικτος''': ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.
}}
{{grml
|mltxt=ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφελίσσω]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] <i>ἀμφιελικτὸς</i>) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 133] ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφέλικτος: ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.

Greek Monolingual

ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφελίσσω
(ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.