ἀναγωγός: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[no conducido]], [[alejado de]] διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον Meth.<i>Symp</i>.5.5.<br />-όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[que expulsa]], [[expectorante]] πτυάλου Hp.<i>Acut</i>.58.<br /><b class="num">2</b> [[que hace ascender]] ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ Iambl.<i>Myst</i>.5.11, ἐπὶ τὸ νοητόν Procl.<i>in Cra</i>.111.8<br /><b class="num">•</b>[[que eleva el alma]], [[espiritual]] θεός Iul.<i>Or</i>.8.173c, Iambl.<i>Myst</i>.8.8, ζωή Procl.<i>Phil.Chal</i>.1, σωτηρία Dam.<i>Isid</i>.232, φάη Synes.<i>Hymn</i>.1.377<br /><b class="num">•</b>τὴν ἄχραντον (ἰδιότητα) καὶ τὴν κόσμιον καὶ τὴν ἀ. Procl.<i>in Cra</i>.105.20, cf. τὸ ἀ. lo que eleva (al alma)</i>, Procl.<i>Inst</i>.158.
|dgtxt=-όν<br />[[no conducido]], [[alejado de]] διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον Meth.<i>Symp</i>.5.5.<br />-όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[que expulsa]], [[expectorante]] πτυάλου Hp.<i>Acut</i>.58.<br /><b class="num">2</b> [[que hace ascender]] ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ Iambl.<i>Myst</i>.5.11, ἐπὶ τὸ νοητόν Procl.<i>in Cra</i>.111.8<br /><b class="num">•</b>[[que eleva el alma]], [[espiritual]] θεός Iul.<i>Or</i>.8.173c, Iambl.<i>Myst</i>.8.8, ζωή Procl.<i>Phil.Chal</i>.1, σωτηρία Dam.<i>Isid</i>.232, φάη Synes.<i>Hymn</i>.1.377<br /><b class="num">•</b>τὴν ἄχραντον (ἰδιότητα) καὶ τὴν κόσμιον καὶ τὴν ἀ. Procl.<i>in Cra</i>.105.20, cf. τὸ ἀ. lo que eleva (al alma)</i>, Procl.<i>Inst</i>.158.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναγωγός]], -όν (ΑΜ) [[ἀνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί, που κινεί [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]], που ανεβάζει<br /><b>2.</b> αυτός που εξυψώνει ηθικά, που μεταρσιώνει.
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγωγός Medium diacritics: ἀναγωγός Low diacritics: αναγωγός Capitals: ΑΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: anagōgós Transliteration B: anagōgos Transliteration C: anagogos Beta Code: a)nagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A bringing up, eliciting, πτυάλου Hp.Acut.58.    2 raising or conveying up, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς προσαγωγὴ τῶν θυσιῶν ἀ. ἐπὶ τὸ οὐράνιον πῦρ Iamb.Myst.5.11.    b uplifting the soul, elevating, θεός Jul.Or.5.173c, cf. Iamb.Myst.2.6, Syrian. in Metaph.14.36, Procl.Inst.158; σωτηρία Dam.Isid.232; ἀ. τοῦ τρίτου εἰς τὸ πρῶτον Id.Pr.75.

German (Pape)

[Seite 185] (ἀνάγω), dasselbe, bes. in phys. Beziehung, hinaufführend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγωγός: -όν, ὁ ἀνάγων πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζων, πτυέλου Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 392. 2) ὁ ἀποκαθιστῶν, ἀποδίδων, Ἰαμβλ. Μυστ. 2. 6, ἐξεγείρων, ὁ ἀνυψῶν, ὑπέροχος, ζωὴ Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-όν
no conducido, alejado de διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον Meth.Symp.5.5.
-όν
1 medic. que expulsa, expectorante πτυάλου Hp.Acut.58.
2 que hace ascender ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ Iambl.Myst.5.11, ἐπὶ τὸ νοητόν Procl.in Cra.111.8
que eleva el alma, espiritual θεός Iul.Or.8.173c, Iambl.Myst.8.8, ζωή Procl.Phil.Chal.1, σωτηρία Dam.Isid.232, φάη Synes.Hymn.1.377
τὴν ἄχραντον (ἰδιότητα) καὶ τὴν κόσμιον καὶ τὴν ἀ. Procl.in Cra.105.20, cf. τὸ ἀ. lo que eleva (al alma), Procl.Inst.158.

Greek Monolingual

ἀναγωγός, -όν (ΑΜ) ἀνάγω
1. αυτός που οδηγεί, που κινεί κάτι προς τα επάνω, που ανεβάζει
2. αυτός που εξυψώνει ηθικά, που μεταρσιώνει.