ἀναισχύντημα: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[desvergüenza]] Hyp.<i>Fr</i>.226, Gal.3.801. | |dgtxt=-ματος, τό [[desvergüenza]] Hyp.<i>Fr</i>.226, Gal.3.801. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναισχύντημα]], το (Α) [[ἀναισχυντῶ]]<br />αναίσχυντη [[πράξη]] ή [[λόγος]], [[αναίδεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A impudent act or speech, Hyp.Fr.226, Gal.UP10.9.
German (Pape)
[Seite 190] τό, unverschämte That, Hyperid. bei Poll. 6, 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισχύντημα: -ατος, τό, ἀναίσχυντος ἢ ἀναιδὴς πρᾶξις Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.
Spanish (DGE)
-ματος, τό desvergüenza Hyp.Fr.226, Gal.3.801.
Greek Monolingual
ἀναισχύντημα, το (Α) ἀναισχυντῶ
αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια.