ἀναμφίεστος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἀναμφίαστος]]. | |dgtxt=v. [[ἀναμφίαστος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναμφίεστος]], -ον (Α) (Μ και -αστος) [[ἀμφιέννυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο [[γυμνός]]<br /><b>2.</b> [[απροκάλυπτος]], [[φανερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 198] unangekleidet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίεστος: -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν οἱονεί πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318.
Spanish (DGE)
v. ἀναμφίαστος.
Greek Monolingual
ἀναμφίεστος, -ον (Α) (Μ και -αστος) ἀμφιέννυμι
1. αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γυμνός
2. απροκάλυπτος, φανερός.