άνισον: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(4) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄνισον]] (ἄν(ν)ισον), το (AM)<br /><b>βλ.</b> [[άνησον]]. | |mltxt=[[ἄνισον]] (ἄν(ν)ισον), το (AM)<br /><b>βλ.</b> [[άνησον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΜΑ [[ἄνισον]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του φυτού Pimpinella anisum, το [[γλυκάνισο]] ή ανασόνι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. τ., [[συγγενής]] με τους τ. [[ἄννησον]], [[ἄνησον]] ή ιων. <i>ἄννητον</i>, [[ἄνητον]] και πιθ. με τον τ. [[ἄνηθον]], που μαρτυρούνται στη [[Σαπφώ]], στον Αλκαίο, στον Ηρόδοτο και από όπου πιθ. προήλθε]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM)
βλ. άνησον.
Greek Monolingual
το (ΜΑ ἄνισον)
κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο, στον Ηρόδοτο και από όπου πιθ. προήλθε].