ἀποπλάσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
(big3_6)
(5)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[imitar]] τὴν κείνου ... πρῆξιν ἀπεπλάσατο Call.<i>Fr</i>.45, τὸν ταύτης τρόπον κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποπλάττεται Antip.<i>Stoic</i>.3.254.<br /><b class="num">2</b> [[representar artísticamente]] τὸ πάθος ἄκρως ἀπεπλάσατο Longin.10.6, ὡς τὸν Ὁμήρου [[Δία]] Φειδίας ἀποπλάσαιτο Plu.<i>Aem</i>.28, cf. <i>AP</i> 5.15 (Rufin.)<br /><b class="num">•</b>[[realizar artísticamente]] ἀπὸ Μουσών ... σμῆνος ἀπεπλάσατο <i>AP</i> 7.34 (Antip.Sid.), χαλκὸν ... ὃν ... τοῖον ἀπεπλάσατο <i>AP</i> 9.238 (Antip.Thess), en v. pas. ἀποπλασθὲν ... [[γλύμμα]] Posidipp.Epigr.20.5.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[imitar]] τὴν κείνου ... πρῆξιν ἀπεπλάσατο Call.<i>Fr</i>.45, τὸν ταύτης τρόπον κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποπλάττεται Antip.<i>Stoic</i>.3.254.<br /><b class="num">2</b> [[representar artísticamente]] τὸ πάθος ἄκρως ἀπεπλάσατο Longin.10.6, ὡς τὸν Ὁμήρου [[Δία]] Φειδίας ἀποπλάσαιτο Plu.<i>Aem</i>.28, cf. <i>AP</i> 5.15 (Rufin.)<br /><b class="num">•</b>[[realizar artísticamente]] ἀπὸ Μουσών ... σμῆνος ἀπεπλάσατο <i>AP</i> 7.34 (Antip.Sid.), χαλκὸν ... ὃν ... τοῖον ἀπεπλάσατο <i>AP</i> 9.238 (Antip.Thess), en v. pas. ἀποπλασθὲν ... [[γλύμμα]] Posidipp.Epigr.20.5.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποπλάσσομαι]] (Α)<br />[[απομιμούμαι]], [[αναπαριστάνω]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλάσσομαι Medium diacritics: ἀποπλάσσομαι Low diacritics: αποπλάσσομαι Capitals: ΑΠΟΠΛΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: apoplássomai Transliteration B: apoplassomai Transliteration C: apoplassomai Beta Code: a)popla/ssomai

English (LSJ)

Med., fut. -πλάσομαι, aor. -πλασάμην:—

   A model or mould from a thing: hence, represent, model, portray, Plu.Aem.28, AP5.14 (Rufin.), 7.34 (Antip.Sid.), etc.; ἀ. πρᾶξιν Call.Fr.194.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλάσσομαι: μέσ. πλάσσω τι καθ’ ὁμοίωσιν ἄλλου, ἀπομιμοῦμαι, ἐν δ’ Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δὴ τὸ πολυθρύλητον ἀναφθέγξασθαί φασιν ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Πλουτ. Παῦλ. Αἰμίλ. 28, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 15., 7. 34, κτλ.· ἀπ. πρᾶξιν Καλλ. Ἀποσπ. 194.

Spanish (DGE)

1 imitar τὴν κείνου ... πρῆξιν ἀπεπλάσατο Call.Fr.45, τὸν ταύτης τρόπον κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποπλάττεται Antip.Stoic.3.254.
2 representar artísticamente τὸ πάθος ἄκρως ἀπεπλάσατο Longin.10.6, ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Plu.Aem.28, cf. AP 5.15 (Rufin.)
realizar artísticamente ἀπὸ Μουσών ... σμῆνος ἀπεπλάσατο AP 7.34 (Antip.Sid.), χαλκὸν ... ὃν ... τοῖον ἀπεπλάσατο AP 9.238 (Antip.Thess), en v. pas. ἀποπλασθὲν ... γλύμμα Posidipp.Epigr.20.5.

Greek Monolingual

ἀποπλάσσομαι (Α)
απομιμούμαι, αναπαριστάνω.