ἀποσμύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(6_3)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσμύχομαι''': [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος [[πυρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ [[ἀπομύσσω]]), ἠπατημένοι, emuncti.
|lstext='''ἀποσμύχομαι''': [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος [[πυρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ [[ἀπομύσσω]]), ἠπατημένοι, emuncti.
}}
{{grml
|mltxt=άποσμύχομαι (Α) [[σμύχω]]<br />σιγοκαίγομαι.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσμύχομαι Medium diacritics: ἀποσμύχομαι Low diacritics: αποσμύχομαι Capitals: ΑΠΟΣΜΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: aposmýchomai Transliteration B: aposmychomai Transliteration C: aposmychomai Beta Code: a)posmu/xomai

English (LSJ)

[ῡ], Pass.,

   A to be consumed as by a slow fire, waste, pine away, Luc.DMort.6.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσμύχομαι: [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος πυρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, ἔνθα ὅμως ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ ἀπομύσσω), ἠπατημένοι, emuncti.

Greek Monolingual

άποσμύχομαι (Α) σμύχω
σιγοκαίγομαι.