ασκίδιον: Difference between revisions

From LSJ
(6_21)
 
(6)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ασκίδιον''': τό, = τῷ ἑπομ., ἐν ἀσκιδίῳ φέρων πιεῖν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 307· μύρων Βαβυλωνίων ἔχοντες ἀσκίδια [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 692C.
|lstext='''ασκίδιον''': τό, = τῷ ἑπομ., ἐν ἀσκιδίῳ φέρων πιεῖν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 307· μύρων Βαβυλωνίων ἔχοντες ἀσκίδια [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 692C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσκίδιον]] και [[ἀσκίον]], το (Α) [[ασκός]]<br />ο [[μικρός]] [[ασκός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ασκίδιον: τό, = τῷ ἑπομ., ἐν ἀσκιδίῳ φέρων πιεῖν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 307· μύρων Βαβυλωνίων ἔχοντες ἀσκίδια Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 692C.

Greek Monolingual

ἀσκίδιον και ἀσκίον, το (Α) ασκός
ο μικρός ασκός.