ἀτάρμυκτος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no teme]], [[intrépido]] ὄμμα Euph.160, ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ Nic.<i>Al</i>.161, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[ταρμύσσω]]
|dgtxt=-ον<br />[[que no teme]], [[intrépido]] ὄμμα Euph.160, ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ Nic.<i>Al</i>.161, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[ταρμύσσω]]
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀτάρμυκτος]], -ον (Α) [[ταρμύσσω]]<br />(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτάρμυκτος Medium diacritics: ἀτάρμυκτος Low diacritics: ατάρμυκτος Capitals: ΑΤΑΡΜΥΚΤΟΣ
Transliteration A: atármyktos Transliteration B: atarmyktos Transliteration C: atarmyktos Beta Code: a)ta/rmuktos

English (LSJ)

ον,

   A unblenching, unflinching, ὄμμα Euph.124; φρενὸς οἶστρος Nic.Al.161.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτάρμυκτος: -ον, ἐπὶ ὄμματος, «ἀτάρμυκτον, τὸ ἄφοβον· κυρίως τὸ μὴ μῦον. Εὐφορίων, - ὅτι ἀτάρμυκτον τρέπον ὄμμα, - παρὰ τὸ ἄτερ καὶ τὸ μύειν, τὸ ἀτενές· ἢ παρὰ τὸ τάρβος ἀταρβύηκτον, καὶ ἀτάρμυκτον· καὶ γὰρ ταρμύσσειν, τὸ φοβεῖν ὡς Λυκόφρων· σημαίνει δὲ καὶ τὸν θρασὺν» Ἐτυμ. Μ. 162, 5· γνώμα Πινδ. ΙΙ. 4. 149, ὡς ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ ἀτάρβακτος· πρβλ. ὡσαύτως Πόρσ. Ἐκ. 958, Βεντελ. Ὁρατ. Ὠδ. 1. 3, 18· οἶστρος Νικ. Ἀλ. 161.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne tremble pas, ferme.
Étymologie: ἀ, ταρμύσσω.

Spanish (DGE)

-ον
que no teme, intrépido ὄμμα Euph.160, ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ Nic.Al.161, cf. Hsch.

• Etimología: v. ταρμύσσω

Greek Monolingual

ἀτάρμυκτος, -ον (Α) ταρμύσσω
(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.