αὐχενιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[dogal]] αὐ. [[βρόχος]] Lyc.1100, en vet. utilizado como torniquete τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι <i>Hippiatr</i>.10.8<i>bis</i>.
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[dogal]] αὐ. [[βρόχος]] Lyc.1100, en vet. utilizado como torniquete τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι <i>Hippiatr</i>.10.8<i>bis</i>.
}}
{{grml
|mltxt=[[αὐχενιστήρ]], ο (Α) [[αυχενίζω]]<br /><b>1.</b> ([[βρόχος]]) [[κατάλληλος]] για απαγχονισμό<br /><b>2.</b> [[επίδεσμος]] του αυχένα.
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχενιστήρ Medium diacritics: αὐχενιστήρ Low diacritics: αυχενιστήρ Capitals: ΑΥΧΕΝΙΣΤΗΡ
Transliteration A: auchenistḗr Transliteration B: auchenistēr Transliteration C: afchenistir Beta Code: au)xenisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ

   A, βρόχος αὐ. halter, Lyc.1100; ligature for neck, Hippiatr.10.

German (Pape)

[Seite 405] βρόχος, Strick zum Erhenken, Lycophr. 1100.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχενιστήρ: ῆρος, ὁ, βρόχος αὐχ., πρὸς ἀπαγχόνισιν, Λυκόφρ. 1100.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
dogal αὐ. βρόχος Lyc.1100, en vet. utilizado como torniquete τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8bis.

Greek Monolingual

αὐχενιστήρ, ο (Α) αυχενίζω
1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό
2. επίδεσμος του αυχένα.