βραδύκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de fruto tardío]] Thphr.<i>CP</i> 5.17.6.
|dgtxt=-ον [[de fruto tardío]] Thphr.<i>CP</i> 5.17.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[βραδύκαρπος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που αργεί να ωριμάσει τους καρπούς του.
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδῠκαρπος Medium diacritics: βραδύκαρπος Low diacritics: βραδύκαρπος Capitals: ΒΡΑΔΥΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: bradýkarpos Transliteration B: bradykarpos Transliteration C: vradykarpos Beta Code: bradu/karpos

English (LSJ)

ον,

   A late-fruiting, Thphr.CP5.17.6.

German (Pape)

[Seite 461] langsam, spät Früchte bringend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδύκαρπος: -ον, ὀψίκαρπος, ἀργὰ καρποφορῶν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 6.

Spanish (DGE)

-ον de fruto tardío Thphr.CP 5.17.6.

Greek Monolingual

βραδύκαρπος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που αργεί να ωριμάσει τους καρπούς του.