γεωγράφος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(big3_10) |
(8) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[geógrafo]] Str.1.1.16, ref. a Artemidoro efesio, Marcian.<i>Peripl</i>.1 proem.<br /><b class="num">•</b>ὁ Γ. ref. a Estrabón, Eust.<i>in D.P</i>.11<br /><b class="num">•</b>οἱ Γεωγράφοι [[Los Geógrafos]] tít. de una comedia de Anaxándrides, Poll.10.59, tb. llamada Ζῳγράφοι q.u. | |dgtxt=-ου, ὁ [[geógrafo]] Str.1.1.16, ref. a Artemidoro efesio, Marcian.<i>Peripl</i>.1 proem.<br /><b class="num">•</b>ὁ Γ. ref. a Estrabón, Eust.<i>in D.P</i>.11<br /><b class="num">•</b>οἱ Γεωγράφοι [[Los Geógrafos]] tít. de una comedia de Anaxándrides, Poll.10.59, tb. llamada Ζῳγράφοι q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[γεωγράφος]], ο<br />Α και ως επίθ. [[γεωγράφος]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη [[γεωγραφία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ο [[γεωγράφος]]<br />ο Στράβων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 488] erdbeschreibend, ὁ, der Geograph; so heißt bes. Strabo bei Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
γεωγράφος: [ᾰ], -ον, (γῆ, γράφω) ὁ τὴν γῆν περιγράφων, ὁ γεωγράφος, ὁ Στράβων, συχν. παρ᾿ Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
géographe.
Étymologie: γῆ, γράφω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ geógrafo Str.1.1.16, ref. a Artemidoro efesio, Marcian.Peripl.1 proem.
•ὁ Γ. ref. a Estrabón, Eust.in D.P.11
•οἱ Γεωγράφοι Los Geógrafos tít. de una comedia de Anaxándrides, Poll.10.59, tb. llamada Ζῳγράφοι q.u.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ γεωγράφος, ο
Α και ως επίθ. γεωγράφος, -ον)
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη γεωγραφία
μσν.
ο γεωγράφος
ο Στράβων.