γερούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
(big3_9)
(8)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[propio del que tiene privilegio]], [[de honor]] οἶνος <i>Il</i>.4.259, <i>Od</i>.13.8, ὅρκος juramento prestado por los nobles</i>, <i>Il</i>.22.119.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[propio del que tiene privilegio]], [[de honor]] οἶνος <i>Il</i>.4.259, <i>Od</i>.13.8, ὅρκος juramento prestado por los nobles</i>, <i>Il</i>.22.119.
}}
{{grml
|mltxt=[[γερούσιος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες, δηλ. τους αρχηγούς (α. [[γερούσιος]] οϊνος» — το παλιό και καλό [[κρασί]] που πίνουν μόνο οι αρχηγοί<br />β. «[[γερούσιος]] [[ὅρκος]]» — ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γερόντ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γέρων]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερούσιος Medium diacritics: γερούσιος Low diacritics: γερούσιος Capitals: ΓΕΡΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: geroúsios Transliteration B: gerousios Transliteration C: geroysios Beta Code: gerou/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A for or befitting the γέροντες, γ. οἶνος wine drunk only by the chiefs, Il.4.259, Od.13.8; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.22.119; γερούσιον, τό, perquisite of chiefs, Hsch.

German (Pape)

[Seite 486] von γέρων, entstanden aus γερόντσιοσ oder γερόντιοσ; = was den γέροντες, d. h. den Vorstehern, den Aeltesten der Gemeinde, den Anführern des Volkes zukommt oder angehört; Hom. dreimal, den vierten Fuß schließend: Odyss. 13, 8 Iliad. 4, 259 γερούσιον αἴθοπα οἶνον Versende, den Ehrenwein, welchen die Geronten beim Könige trinken, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 19; Iliad. 22, 119 Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν, die Aeltesten der Gemeinde sollen einen Eid leisten.

Greek (Liddell-Scott)

γερούσιος: -α, -ον, ὁ προωρισμένος ἢ ἁρμόδιος διὰ τοὺς γέροντας, γ. οἶνος, ὃν πίνουσι μόνον οἱ ἀρχηγοί, Ἰλ. Δ. 259· γ. ὅρκος, ὃν δίδουσιν οἱ ἀρχηγοί, Χ. 119.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les vieillards : γερούσιος οἶνος IL, OD vin d’honneur qu’on versait aux vieillards, càd aux chefs ; γερούσιος ὅρκος IL serment que prononçaient les vieillards, càd les chefs.
Étymologie: γέρων.

English (Autenrieth)

pertaining to the council of the elders, senatorial; οἶνος, Od. 13.8; ὅρκος, Il. 22.119.

Spanish (DGE)

-α, -ον
propio del que tiene privilegio, de honor οἶνος Il.4.259, Od.13.8, ὅρκος juramento prestado por los nobles, Il.22.119.

Greek Monolingual

γερούσιος, -α, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες, δηλ. τους αρχηγούς (α. γερούσιος οϊνος» — το παλιό και καλό κρασί που πίνουν μόνο οι αρχηγοί
β. «γερούσιος ὅρκος» — ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερόντ-ιος < γέρων.