γλυπτός: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(big3_10) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tes. dat. γλυτθοῦ <i>Mnemos</i>.23.1970.251.6 (Larisa II a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[apto para ser grabado o esculpido]]de la madera o la piedra, Thphr.<i>Lap</i>.5, de donde subst. τὰ γλυπτά las canteras</i> LXX <i>Id</i>.3.19.<br /><b class="num">2</b> [[grabado]], [[esculpido]] τὴν ἁπαλὴν [[Εἰρήνιον]] ... λύγδου γλυπτήν Posidipp.Epigr.23.4, ὁμοίωμα LXX <i>De</i>.4.16, στάλα <i>SEG</i> 36.367.3 (Esparta III d.C.), τύμβος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.41<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ γ. [[imagen esculpida]] LXX <i>Ex</i>.34.13, <i>De</i>.27.15, <i>Mnemos</i>.l.c., οὐκ ἔσται ὑμῖν ... γλυπτὸν εἰς θεὸν ὑμῖν <i>Ep.Barn</i>.12.6a. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tes. dat. γλυτθοῦ <i>Mnemos</i>.23.1970.251.6 (Larisa II a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[apto para ser grabado o esculpido]]de la madera o la piedra, Thphr.<i>Lap</i>.5, de donde subst. τὰ γλυπτά las canteras</i> LXX <i>Id</i>.3.19.<br /><b class="num">2</b> [[grabado]], [[esculpido]] τὴν ἁπαλὴν [[Εἰρήνιον]] ... λύγδου γλυπτήν Posidipp.Epigr.23.4, ὁμοίωμα LXX <i>De</i>.4.16, στάλα <i>SEG</i> 36.367.3 (Esparta III d.C.), τύμβος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.41<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ γ. [[imagen esculpida]] LXX <i>Ex</i>.34.13, <i>De</i>.27.15, <i>Mnemos</i>.l.c., οὐκ ἔσται ὑμῖν ... γλυπτὸν εἰς θεὸν ὑμῖν <i>Ep.Barn</i>.12.6a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γλυπτός]], -ή, -όν) [[γλύφω]]<br /><b>1.</b> σκαλισμένος με [[σμίλη]], [[λαξευτός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[έργο]] γλυπτικής<br /><b>μσν.</b><br />[[τορνευτός]], καλοφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά γλυπτά</i><br />τα λατομεία. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for carving, of wood or stone, Thphr.Lap.5. 2 carved, λύγδου γ. AP5.193 (Posidipp. or Ascl.); γ. ὁμοίωμα LXX De. 4.25; πρόσοψις Iamb.Protr.21.κγ; γλυπτόν, τό, carved image, LXX Is.44.10,al.: but γλυπτά, τά, quarries, ib.Jd.3.19.
Greek (Liddell-Scott)
γλυπτός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς γλυφὴν ἢ σκάλισμα, ἐπὶ ξύλου ἢ λίθου, Θεόφρ. Λίθ. 5. 2) γεγλυμμένος, σκαλισμένος, ἐν στήλῃ γλ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 194· γλ. ὁμοίωμα Ἑβδ. (Δευτ. δ΄, 25)· καὶ γλυπτόν, εἰκὼν γεγλυμμένη, αὐτόθι (Ἠσ. μδ΄, 17, κ. ἀλλ.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [tes. dat. γλυτθοῦ Mnemos.23.1970.251.6 (Larisa II a.C.)]
1 apto para ser grabado o esculpidode la madera o la piedra, Thphr.Lap.5, de donde subst. τὰ γλυπτά las canteras LXX Id.3.19.
2 grabado, esculpido τὴν ἁπαλὴν Εἰρήνιον ... λύγδου γλυπτήν Posidipp.Epigr.23.4, ὁμοίωμα LXX De.4.16, στάλα SEG 36.367.3 (Esparta III d.C.), τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.19.41
•subst. τὸ γ. imagen esculpida LXX Ex.34.13, De.27.15, Mnemos.l.c., οὐκ ἔσται ὑμῖν ... γλυπτὸν εἰς θεὸν ὑμῖν Ep.Barn.12.6a.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γλυπτός, -ή, -όν) γλύφω
1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός
2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής
μσν.
τορνευτός, καλοφτιαγμένος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά
τα λατομεία.