γράπις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(4)
 
(8)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gra/pis
|Beta Code=gra/pis
|Definition=ιδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cast slough</b> of serpents, etc., Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">wrinkled</b>, S.<span class="title">Ichn.</span>177, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>239.31</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> kind of <b class="b2">bird</b>, Hsch.</span>
|Definition=ιδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cast slough</b> of serpents, etc., Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">wrinkled</b>, S.<span class="title">Ichn.</span>177, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>239.31</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> kind of <b class="b2">bird</b>, Hsch.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[γράπις]] (-ιδος), η (Α)<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[τύπος]], αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως [[αφετηρία]] η [[έννοια]] της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του [[γράπτης]]. Η [[σύνδεση]] με τα [[γραυς]], [[γήρας]] δεν αποτελεί [[άποψη]] ευρύτερα αποδεκτή].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράπις Medium diacritics: γράπις Low diacritics: γράπις Capitals: ΓΡΑΠΙΣ
Transliteration A: grápis Transliteration B: grapis Transliteration C: grapis Beta Code: gra/pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A cast slough of serpents, etc., Hsch.    2 wrinkled, S.Ichn.177, EM239.31.    3 kind of bird, Hsch.

Greek Monolingual

γράπις (-ιδος), η (Α)
1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί
2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του γράπτης. Η σύνδεση με τα γραυς, γήρας δεν αποτελεί άποψη ευρύτερα αποδεκτή].