γρυπαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[curvarse]] Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. [[γρύπτω]]. | |dgtxt=[[curvarse]] Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. [[γρύπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γρυπαίνω]] (Α) [[γρυπός]]<br />[[γρυπούμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
A = γρυπόομαι, Dionys. ap. Harp., Hsch.
German (Pape)
[Seite 507] krümmen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡπαίνω: γρυπόομαι, Διονύσ. παρ’ Ἁρπ. , Σουΐδ. , Ε. Μ.˙-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.
Spanish (DGE)
curvarse Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. γρύπτω.