γύαλος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(b) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0508.png Seite 508]] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0508.png Seite 508]] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γύαλος]] ο (Α)<br />[[κύβος]], τετράγωνη [[πέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γύαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[γυαλός]] με αναβιβασμό του τόνου. Κατ' άλλους, ο τ. [[γύαλος]] από λανθασμένη [[γραφή]] του τ. [[γυλλός]], η οποία προήλθε από [[σύγχυση]] του -<i>α</i>- και του -<i>λ</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A cubical stone, EM243.12; also oxyt. as Adj., γυαλὸν λίθον ἀγκάσσασθαι Call.Fr.anon.331.
German (Pape)
[Seite 508] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel.
Greek Monolingual
γύαλος ο (Α)
κύβος, τετράγωνη πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό του τόνου. Κατ' άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή του τ. γυλλός, η οποία προήλθε από σύγχυση του -α- και του -λ-].