γύαλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(b)
(8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0508.png Seite 508]] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0508.png Seite 508]] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel.
}}
{{grml
|mltxt=[[γύαλος]] ο (Α)<br />[[κύβος]], τετράγωνη [[πέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γύαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[γυαλός]] με αναβιβασμό του τόνου. Κατ' άλλους, ο τ. [[γύαλος]] από λανθασμένη [[γραφή]] του τ. [[γυλλός]], η οποία προήλθε από [[σύγχυση]] του -<i>α</i>- και του -<i>λ</i>-].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύᾰλος Medium diacritics: γύαλος Low diacritics: γύαλος Capitals: ΓΥΑΛΟΣ
Transliteration A: gýalos Transliteration B: gyalos Transliteration C: gyalos Beta Code: gu/alos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A cubical stone, EM243.12; also oxyt. as Adj., γυαλὸν λίθον ἀγκάσσασθαι Call.Fr.anon.331.

German (Pape)

[Seite 508] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel.

Greek Monolingual

γύαλος ο (Α)
κύβος, τετράγωνη πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό του τόνου. Κατ' άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή του τ. γυλλός, η οποία προήλθε από σύγχυση του -α- και του -λ-].