γωνιάζω: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(big3_10) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[colocar en ángulo]] γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.<i>in Cat</i>.132.31. | |dgtxt=[[colocar en ángulo]] γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.<i>in Cat</i>.132.31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[γωνιάζω]]) [[γωνία]]<br />[[δίνω]] σε ένα [[αντικείμενο]] [[μορφή]] γωνίας<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρύβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πελεκώ]] με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη [[γωνία]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]] με τη [[γωνιά]] (με το [[αλφάδι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
A place at an angle, Porph. inCat.132.31.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιάζω: εἰς γωνίαν σχηματίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.
Spanish (DGE)
colocar en ángulo γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.in Cat.132.31.
Greek Monolingual
(AM γωνιάζω) γωνία
δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας
μσν.- νεοελλ.
κρύβω
νεοελλ.
1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία
2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι).