δασυπόδειος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[leporino]], [[propio de una liebre]], [[γάλα]] Arist.<i>HA</i> 574<sup>b</sup>13.
|dgtxt=-ον<br />[[leporino]], [[propio de una liebre]], [[γάλα]] Arist.<i>HA</i> 574<sup>b</sup>13.
}}
{{grml
|mltxt=[[δασυπόδειος]], -α, -ον (Α)<br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δασύποδα, στον λαγό («[[γάλα]] [[δασυπόδειον]]»).
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠπόδειος Medium diacritics: δασυπόδειος Low diacritics: δασυπόδειος Capitals: ΔΑΣΥΠΟΔΕΙΟΣ
Transliteration A: dasypódeios Transliteration B: dasypodeios Transliteration C: dasypodeios Beta Code: dasupo/deios

English (LSJ)

α, ον,

   A of a hare: τὸ δ. the species hare, Arist.HA574b13.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσῠπόδειος: -ον, ἐπὶ λαγωοῦ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 20, 6.

Spanish (DGE)

-ον
leporino, propio de una liebre, γάλα Arist.HA 574b13.

Greek Monolingual

δασυπόδειος, -α, -ον (Α)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δασύποδα, στον λαγό («γάλα δασυπόδειον»).