διαβιβρώσκω: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. 3<sup>a</sup> plu. [[διέβρον]] Call.<i>SHell</i>.259.31]<br />[[devorar]], [[corroer]], [[consumir]] ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ] ε κακοὶ κίβισίν τε [[διέβρον]] royeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón</i> Call.l.c., ἡ τῆς θαλάττης [[ἅλμη]] διαβιβρώσκουσα τὰς πέτρας Phlp.<i>in de An</i>.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas. τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμης Thphr.<i>HP</i> 4.6.10, ὑπὸ ... τῶν κοράκων διαβεβρωμένην <i>PEnteux</i>.70.8 (III a.C.), δακτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένην <i>ID</i> 1417B.2.43 (II a.C.), (φιάλη) διαβεβρωμένη <i>ID</i> 1441A.1.47 (II a.C.), τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένον <i>ID</i> 1450A.2.52 (II a.C.), ὕλης διαβιβρωσκομένης I.<i>BI</i> 5.471, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο a no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros)</i>, Luc.<i>Ind</i>.1<br /><b class="num">•</b>frec. en medic. [[corroer]], [[erosionar]] τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστιν Gal.3.384, μέλαινα ... χολή, [[δακνώδης]] μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... [[δέρμα]] Gal.7.726, cf. Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas. ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Hp.<i>Morb</i>.2.24, κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ Hp.<i>Fist</i>.3, πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι antes de que la fístula se haya corroído</i> Hp.<i>Fist</i>.4, cf. Gal.13.655, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι por estar totalmente corroída (la carne más vieja)</i>, Pl.<i>Ti</i>.83a, ἡ κιονὶς διεβρώθη Aret.<i>CA</i> 1.9.3<br /><b class="num">•</b>fig., c. compl. de abstr. τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπου Clem.Al.<i>Paed</i>.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas. διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶν son devorados por ellos (los secretos)</i>, Plu.2.508d. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. 3<sup>a</sup> plu. [[διέβρον]] Call.<i>SHell</i>.259.31]<br />[[devorar]], [[corroer]], [[consumir]] ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ] ε κακοὶ κίβισίν τε [[διέβρον]] royeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón</i> Call.l.c., ἡ τῆς θαλάττης [[ἅλμη]] διαβιβρώσκουσα τὰς πέτρας Phlp.<i>in de An</i>.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas. τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμης Thphr.<i>HP</i> 4.6.10, ὑπὸ ... τῶν κοράκων διαβεβρωμένην <i>PEnteux</i>.70.8 (III a.C.), δακτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένην <i>ID</i> 1417B.2.43 (II a.C.), (φιάλη) διαβεβρωμένη <i>ID</i> 1441A.1.47 (II a.C.), τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένον <i>ID</i> 1450A.2.52 (II a.C.), ὕλης διαβιβρωσκομένης I.<i>BI</i> 5.471, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο a no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros)</i>, Luc.<i>Ind</i>.1<br /><b class="num">•</b>frec. en medic. [[corroer]], [[erosionar]] τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστιν Gal.3.384, μέλαινα ... χολή, [[δακνώδης]] μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... [[δέρμα]] Gal.7.726, cf. Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas. ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Hp.<i>Morb</i>.2.24, κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ Hp.<i>Fist</i>.3, πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι antes de que la fístula se haya corroído</i> Hp.<i>Fist</i>.4, cf. Gal.13.655, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι por estar totalmente corroída (la carne más vieja)</i>, Pl.<i>Ti</i>.83a, ἡ κιονὶς διεβρώθη Aret.<i>CA</i> 1.9.3<br /><b class="num">•</b>fig., c. compl. de abstr. τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπου Clem.Al.<i>Paed</i>.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas. διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶν son devorados por ellos (los secretos)</i>, Plu.2.508d. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[διαβιβρώσκω]])<br />[[φθείρω]] [[κάτι]] [[τελείως]] [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατατρώγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
Gal.13.553: fut. Pass. -βρωθήσομαι ib.466: mostly in pf. Pass. -βέβρωμαι:—
A eat up, consume, corrode, Hp.Morb.2.24, Pl.Ti.83a, etc., Luc.Ind.1: metaph., διαβιβρώσκονται ὑπὸ [λόγων] Plu.2.508d; ψυχὴ-βεβρωμένη Max.Tyr.6.7.
Greek (Liddell-Scott)
διαβιβρώσκω: μέλλ.-βρώσομαι, παθ. πρκμ. -βέβρωμαι: - κατατρώγω, καταναλίσκω, Ἱππ. 469. 14, Πλάτ. Τιμ. 83Α. - Παθ., διαβεβρῶσθαι Λουκ. Ἀπαιδ. 1.
French (Bailly abrégé)
manger entièrement, dévorer.
Étymologie: διά, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. 3a plu. διέβρον Call.SHell.259.31]
devorar, corroer, consumir ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ] ε κακοὶ κίβισίν τε διέβρον royeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón Call.l.c., ἡ τῆς θαλάττης ἅλμη διαβιβρώσκουσα τὰς πέτρας Phlp.in de An.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas. τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμης Thphr.HP 4.6.10, ὑπὸ ... τῶν κοράκων διαβεβρωμένην PEnteux.70.8 (III a.C.), δακτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένην ID 1417B.2.43 (II a.C.), (φιάλη) διαβεβρωμένη ID 1441A.1.47 (II a.C.), τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένον ID 1450A.2.52 (II a.C.), ὕλης διαβιβρωσκομένης I.BI 5.471, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο a no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros), Luc.Ind.1
•frec. en medic. corroer, erosionar τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστιν Gal.3.384, μέλαινα ... χολή, δακνώδης μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... δέρμα Gal.7.726, cf. Alex.Aphr.Pr.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas. ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Hp.Morb.2.24, κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ Hp.Fist.3, πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι antes de que la fístula se haya corroído Hp.Fist.4, cf. Gal.13.655, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι por estar totalmente corroída (la carne más vieja), Pl.Ti.83a, ἡ κιονὶς διεβρώθη Aret.CA 1.9.3
•fig., c. compl. de abstr. τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπου Clem.Al.Paed.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas. διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶν son devorados por ellos (los secretos), Plu.2.508d.
Greek Monolingual
(AM διαβιβρώσκω)
φθείρω κάτι τελείως σιγά σιγά
νεοελλ.
κατατρώγω.