δημευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(big3_11) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[público]], [[expuesto en público]] γνώσεις Thdt.<i>HE</i> 5.18.16. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[público]], [[expuesto en público]] γνώσεις Thdt.<i>HE</i> 5.18.16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[δημευτικός]], -ή, -όν)<br />Ι. αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει σε [[δήμευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιβάλλει καταθλιπτική [[φορολογία]], η οποία ισοδυναμεί με [[δήμευση]] («δημευτική [[φορολογία]]»)<br />II. <b>επίρρ.</b> με τρόπο δημευτικό, που ισοδυναμεί με [[δήμευση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 29 September 2017
Spanish (DGE)
-ή, -όν
público, expuesto en público γνώσεις Thdt.HE 5.18.16.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ δημευτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει σε δήμευση
νεοελλ.
αυτός που επιβάλλει καταθλιπτική φορολογία, η οποία ισοδυναμεί με δήμευση («δημευτική φορολογία»)
II. επίρρ. με τρόπο δημευτικό, που ισοδυναμεί με δήμευση.