διαφοιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[enloquecer de terror]] λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.<i>Ai</i>.332.
|dgtxt=[[enloquecer de terror]] λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.<i>Ai</i>.332.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαφοιβάζω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον μανιακό.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφοιβάζω Medium diacritics: διαφοιβάζω Low diacritics: διαφοιβάζω Capitals: ΔΙΑΦΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: diaphoibázō Transliteration B: diaphoibazō Transliteration C: diafoivazo Beta Code: diafoiba/zw

English (LSJ)

   A drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.

Greek (Liddell-Scott)

διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;
agiter d’un transport furieux, mettre hors de soi.
Étymologie: διά, φοιβάζω.

Spanish (DGE)

enloquecer de terror λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Ai.332.

Greek Monolingual

διαφοιβάζω (Α)
κάνω κάποιον μανιακό.