διαψέγω: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[censurar]] αἶγας ... δρώσας κακά Pl.<i>Lg</i>.639a, γραφὰς ... σπουδαίως ἐκπεπονημένας Ael.<i>VH</i> 2.2, διὰ τοὺς τυφλώττοντας τοὺς ὀφθαλμοὺς ... δ. Thdt.<i>Aff</i>.12.83. | |dgtxt=[[censurar]] αἶγας ... δρώσας κακά Pl.<i>Lg</i>.639a, γραφὰς ... σπουδαίως ἐκπεπονημένας Ael.<i>VH</i> 2.2, διὰ τοὺς τυφλώττοντας τοὺς ὀφθαλμοὺς ... δ. Thdt.<i>Aff</i>.12.83. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαψέγω]] (Α)<br />επιτατ. του [[ψέγω]] « | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
strengthd. for ψέγω, Pl.Lg.639a, Ael.VH2.2.
German (Pape)
[Seite 614] verstärktes ψέγω; Plat. Legg. I, 639 a; Ael. V. H. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
διαψέγω: μέλλ. -ξω, ἐπιτεταμ. ψέγω, Πλάτ. Νόμ. 639A.
French (Bailly abrégé)
blâmer fortement.
Étymologie: διά, ψέγω.
Spanish (DGE)
censurar αἶγας ... δρώσας κακά Pl.Lg.639a, γραφὰς ... σπουδαίως ἐκπεπονημένας Ael.VH 2.2, διὰ τοὺς τυφλώττοντας τοὺς ὀφθαλμοὺς ... δ. Thdt.Aff.12.83.