διεκθλίβω: Difference between revisions
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
(big3_11) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=fig. [[oprimir]] en v. pas. ἡμᾶς διὰ τῆς ... ἐπιπόνου ὁδοῦ διεκθλιβομένους Ps.Caes.211.11. | |dgtxt=fig. [[oprimir]] en v. pas. ἡμᾶς διὰ τῆς ... ἐπιπόνου ὁδοῦ διεκθλιβομένους Ps.Caes.211.11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εκθλίβω]]<br />[[αναγκάζω]] [[κάτι]] με [[πίεση]] να περάσει [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]]. | |||
}} | }} |