εκθλίβω
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(AM ἐκθλίβω)
1. συμπιέζω και αφαιρώ τον χυμό, στίβω σταφύλια, φρούτα κ.λπ.
2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στο τέλος λέξεων, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο
αρχ.-μσν.
διώχνω κάποιον από τη θέση του, εξωθώ
αρχ.
παθ. συνωστίζομαι.