δυσκατάσβεστος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de extinguir]], [[δύναμις]] D.S.4.54, λείψανον Plu.2.417b, cf. Apollon.<i>Lex</i>.682, Gal.13.768. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de extinguir]], [[δύναμις]] D.S.4.54, λείψανον Plu.2.417b, cf. Apollon.<i>Lex</i>.682, Gal.13.768. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσκατάσβεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα σβήνεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εξαλείφεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to extinguish, D.S.4.54, Plu.2.417b.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu löschen, zu stillen, Plut. Def. orac. 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάσβεστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατασβέσῃ τις, Διόδ. 4. 54, Πλούτ. 2. 417Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à éteindre.
Étymologie: δυσ-, κατασβέννυμι.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de extinguir, δύναμις D.S.4.54, λείψανον Plu.2.417b, cf. Apollon.Lex.682, Gal.13.768.
Greek Monolingual
δυσκατάσβεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα σβήνεται
2. αυτός που δύσκολα εξαλείφεται.