δυσξύμβλητος: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυσσ- D.C.56.29.2<br />[[difícil de comprender]] τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα Corn.<i>ND</i> 28, τέρατα D.C.l.c. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυσσ- D.C.56.29.2<br />[[difícil de comprender]] τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα Corn.<i>ND</i> 28, τέρατα D.C.l.c. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσξύμβλητος]], -ον)<br />[[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που δύσκολα συνεννοείται ή συνδιαλλάσσεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to understand, Corn.ND28, D.C.56.29.
German (Pape)
[Seite 685] 1) schwer zu vereinigen, Artemid. 4, 56. – 2) schwer zu errathen, unverständlich; τέρατα Dio Cass. 56, 29.
Greek (Liddell-Scott)
δυσξύμβλητος: -ον, δυσκόλως ἑνούμενος, διάφ. γρ. παρ’ Ἀρτεμιδ. 4. 56. ΙΙ. δυσνόητος, ἀκατανόητος, Δίων Κ. 56. 29.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυσσ- D.C.56.29.2
difícil de comprender τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα Corn.ND 28, τέρατα D.C.l.c.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσξύμβλητος, -ον)
δυσνόητος
αρχ.-μσν.
αυτός που δύσκολα συνεννοείται ή συνδιαλλάσσεται.