δυσμήτηρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ερος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[mala madre]], [[madre cruel]] μῆτερ ἐμή, δύσμητερ <i>Od</i>.23.97, δύσμητερ, ἀπηνέος ἴσχεο λύσσης Nonn.<i>D</i>.46.194, cf. <i>AP</i> 11.298.<br /><b class="num">2</b> [[madre desdichada]] ὦ μῆτερ, ὦ δύσμητερ, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1174.
|dgtxt=-ερος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[mala madre]], [[madre cruel]] μῆτερ ἐμή, δύσμητερ <i>Od</i>.23.97, δύσμητερ, ἀπηνέος ἴσχεο λύσσης Nonn.<i>D</i>.46.194, cf. <i>AP</i> 11.298.<br /><b class="num">2</b> [[madre desdichada]] ὦ μῆτερ, ὦ δύσμητερ, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1174.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσμήτηρ]], η (Α)<br />κακή, δύστυχη [[μητέρα]].
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμήτηρ Medium diacritics: δυσμήτηρ Low diacritics: δυσμήτηρ Capitals: ΔΥΣΜΗΤΗΡ
Transliteration A: dysmḗtēr Transliteration B: dysmētēr Transliteration C: dysmitir Beta Code: dusmh/thr

English (LSJ)

ερος, ἡ, in Od.23.97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ my mother

   A yet no mother, cf. Lyc.1174, Nonn.D.46.194.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, böse Mutter; Homer einmal, Odyss . 28, 97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα; – Lycophr. 1174.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήτηρ: ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα.

French (Bailly abrégé)

ερος (ἡ) :
voc. δύσμητερ;
mauvaise mère.
Étymologie: δυσ-, μήτηρ.

Spanish (DGE)

-ερος, ἡ
1 mala madre, madre cruel μῆτερ ἐμή, δύσμητερ Od.23.97, δύσμητερ, ἀπηνέος ἴσχεο λύσσης Nonn.D.46.194, cf. AP 11.298.
2 madre desdichada ὦ μῆτερ, ὦ δύσμητερ, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1174.

Greek Monolingual

δυσμήτηρ, η (Α)
κακή, δύστυχη μητέρα.