ἐγχρώζω: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(13_1)
 
(10)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.
}}
{{grml
|mltxt=ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και [[ἐγχρώννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρίω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[ἐγχρῴζομαι]]<br />α) χρωματίζομαι, [[γίνομαι]] ανεξίτηλο [[χρώμα]]<br />β) [[συνδέομαι]] [[στερεά]].
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 714] = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.

Greek Monolingual

ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και ἐγχρώννυμι (Α)
1. χρίω
2. (το παθ.) ἐγχρῴζομαι
α) χρωματίζομαι, γίνομαι ανεξίτηλο χρώμα
β) συνδέομαι στερεά.