ἐκβιαστής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(big3_13) |
(10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ [[que obliga o actúa con violencia]] Aq., Thd.<i>Pr</i>.6.7. | |dgtxt=-οῦ [[que obliga o actúa con violencia]] Aq., Thd.<i>Pr</i>.6.7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α [[ἐκβιαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει [[κάτι]] με εκβιασμό<br /><b>2.</b> αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A exactor, oppressor, Aq.,Thd.Pr.6.7.
Spanish (DGE)
-οῦ que obliga o actúa con violencia Aq., Thd.Pr.6.7.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α ἐκβιαστής)
νεοελλ.
1. αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι με εκβιασμό
2. αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό.