ἐλαφρόπους: Difference between revisions

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(big3_14b)
(11)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ουν<br />[[de ligeras patas]] ἵπποι Q.S.4.512, glos. a ἀερσίποδες Hsch.
|dgtxt=-ουν<br />[[de ligeras patas]] ἵπποι Q.S.4.512, glos. a ἀερσίποδες Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαφρόπους]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ο [[γοργοπόδαρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 792] οδος, leichtfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἐλαφροὺς πόδας, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25 ἔνθα ἀναγνωστέον ἐλαφρὰ ποδῶν· - «ἀερσίποδες· ταχύποδες, ἐλαφρόποδες» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ουν
de ligeras patas ἵπποι Q.S.4.512, glos. a ἀερσίποδες Hsch.

Greek Monolingual

ἐλαφρόπους, ο, η (Α)
αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ο γοργοπόδαρος.