ἐξυμενίζω: Difference between revisions

From LSJ
(6_1)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῠμενίζω''': ([[ὑμήν]]), ἀφαιρῶ τὸν ὑμένα, περὶ στέατος, ἐξυμένισον καὶ τρῖβε ταῖς χερσὶν ἐπιμελῶς Διοσκ. 2. 87, πρβλ. καὶ 86.
|lstext='''ἐξῠμενίζω''': ([[ὑμήν]]), ἀφαιρῶ τὸν ὑμένα, περὶ στέατος, ἐξυμένισον καὶ τρῖβε ταῖς χερσὶν ἐπιμελῶς Διοσκ. 2. 87, πρβλ. καὶ 86.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξυμενίζω]] (Α)<br />[[αφαιρώ]] τον υμένα.
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῠμενίζω Medium diacritics: ἐξυμενίζω Low diacritics: εξυμενίζω Capitals: ΕΞΥΜΕΝΙΖΩ
Transliteration A: exymenízō Transliteration B: exymenizō Transliteration C: eksymenizo Beta Code: e)cumeni/zw

English (LSJ)

(ὑμήν)

   A strip off the skin or membrane, Dsc.2.76.1; τὸ στέαρ Archig. ap. Aët.16.48.

German (Pape)

[Seite 889] aushäuten, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῠμενίζω: (ὑμήν), ἀφαιρῶ τὸν ὑμένα, περὶ στέατος, ἐξυμένισον καὶ τρῖβε ταῖς χερσὶν ἐπιμελῶς Διοσκ. 2. 87, πρβλ. καὶ 86.

Greek Monolingual

ἐξυμενίζω (Α)
αφαιρώ τον υμένα.