ἐπανοίκτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(6_19)
(13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανοίκτης''': -ου, ὁ, = [[ἐπανοίκτωρ]], Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102.
|lstext='''ἐπανοίκτης''': -ου, ὁ, = [[ἐπανοίκτωρ]], Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπανοίκτης]] και [[ἐπανοίκτωρ]], ο (Μ)<br />αυτός που ανοίγει βιαίως [[κάτι]], ο [[διαρρήκτης]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανοίκτης Medium diacritics: ἐπανοίκτης Low diacritics: επανοίκτης Capitals: ΕΠΑΝΟΙΚΤΗΣ
Transliteration A: epanoíktēs Transliteration B: epanoiktēs Transliteration C: epanoiktis Beta Code: e)panoi/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = sq., Arg.Man.post Max.p.102L., EM459.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανοίκτης: -ου, ὁ, = ἐπανοίκτωρ, Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102.

Greek Monolingual

ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ)
αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης.