ἐπίγναφος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
(6_16)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίγνᾰφος''': -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 77· πρβλ. [[δευτερουργός]].
|lstext='''ἐπίγνᾰφος''': -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 77· πρβλ. [[δευτερουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίγναφος]], -ον (Α) [[επιγνάπτω]]<br />καθαρισμένος, [[καθαρός]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγνᾰφος Medium diacritics: ἐπίγναφος Low diacritics: επίγναφος Capitals: ΕΠΙΓΝΑΦΟΣ
Transliteration A: epígnaphos Transliteration B: epignaphos Transliteration C: epignafos Beta Code: e)pi/gnafos

English (LSJ)

ον,

   A cleaned, of clothes, Poll.7.77; cf. δευτερουργός II.

German (Pape)

[Seite 933] wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγνᾰφος: -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, Πολυδ. Ζ΄, 77· πρβλ. δευτερουργός.

Greek Monolingual

ἐπίγναφος, -ον (Α) επιγνάπτω
καθαρισμένος, καθαρός.