ἐπισκώπτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_19)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκώπτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐπισκώπτων, ὁ ἐμπαίζων· ἴδε [[ἐπικόπτης]].
|lstext='''ἐπισκώπτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐπισκώπτων, ὁ ἐμπαίζων· ἴδε [[ἐπικόπτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκώπτης]], ὁ (Α) [[επισκώπτω]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να σκώπτει, να κοροϊδεύει.
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκώπτης Medium diacritics: ἐπισκώπτης Low diacritics: επισκώπτης Capitals: ΕΠΙΣΚΩΠΤΗΣ
Transliteration A: episkṓptēs Transliteration B: episkōptēs Transliteration C: episkoptis Beta Code: e)piskw/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mocker, v.l. for ἐπικόπτης (q.v.).

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, der Spötter, Timon. bei Sext. Emp. Pyrrh. 1, 224, vgl. ἐπικόπτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκώπτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπισκώπτων, ὁ ἐμπαίζων· ἴδε ἐπικόπτης.

Greek Monolingual

ἐπισκώπτης, ὁ (Α) επισκώπτω
αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει.