ἑτεροδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enseigne une autre, une fausse doctrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[διδάσκαλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enseigne une autre, une fausse doctrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[διδάσκαλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροδιδάσκαλος]], ὁ (Α)<br />αυτός που δεν διδάσκει την [[αλήθεια]], ο [[αιρετικός]] («διὰ τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης», Ευσ.).
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1048] der Anderes lehrt, Irrlehrer, Euseb.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne une autre, une fausse doctrine.
Étymologie: ἕτερος, διδάσκαλος.

Greek Monolingual

ἑτεροδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που δεν διδάσκει την αλήθεια, ο αιρετικός («διὰ τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης», Ευσ.).