ἑτοιμοπειθής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6_7) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτοιμοπειθής''': -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss. | |lstext='''ἑτοιμοπειθής''': -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑτοιμοπειθής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, ο [[ευκολόπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>πειθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A ready to obey, Hdn.Epim.38.
German (Pape)
[Seite 1052] ές, bereit zu gehorchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοπειθής: -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.
Greek Monolingual
ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ-πειθής].