εὐπεριαίρετος: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
(6_16) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπεριαίρετος''': -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, [[τότε]] γὰρ [[εὐπεριαίρετος]] ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος [[αὐτόθι]]. | |lstext='''εὐπεριαίρετος''': -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, [[τότε]] γὰρ [[εὐπεριαίρετος]] ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπεριαίρετος]], -ον (Α)<br />(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται [[γύρω]] [[γύρω]] εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[αιρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-[[αιρώ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily stripped off, φλοιός Thphr.HP5.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπεριαίρετος: -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, τότε γὰρ εὐπεριαίρετος ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος αὐτόθι.
Greek Monolingual
εὐπεριαίρετος, -ον (Α)
(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται γύρω γύρω εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-αιρετός (< περι-αιρώ)].