ἐφιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(6_2)
(15)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφιδρύω''': [[ἱδρύω]] ἐπί τινος, Φίλων 1. 21, Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 158.
|lstext='''ἐφιδρύω''': [[ἱδρύω]] ἐπί τινος, Φίλων 1. 21, Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 158.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφιδρύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θέτω]] ή [[ιδρύω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ἐφιδρύομαι</i><br />τοποθετούμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[ανεβαίνω]]<br /><b>3.</b> [[ιδρύω]], [[συνιστώ]], [[παρασκευάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἱδρύω]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1118] darauf setzen, stellen, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιδρύω: ἱδρύω ἐπί τινος, Φίλων 1. 21, Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 158.

Greek Monolingual

ἐφιδρύω (Α)
1. θέτω ή ιδρύω κάτι πάνω σε κάτι
2. (μέσ. και παθ.) ἐφιδρύομαι
τοποθετούμαι πάνω σε κάτι, ανεβαίνω
3. ιδρύω, συνιστώ, παρασκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ἱδρύω.