ἐφθαρμένως: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_6) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφθαρμένως''': Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ [[φθείρω]], Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43. | |lstext='''ἐφθαρμένως''': Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ [[φθείρω]], Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐφθαρμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> διεφθαρμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. <i>εφθαρμένος</i> του ρ. <i>φθείρομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. pf. Pass., (φθείρω)
A corrupily, Theol.Ar.43.
German (Pape)
[Seite 1118] verderbt, Theol. arithm. p. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφθαρμένως: Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ φθείρω, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43.
Greek Monolingual
ἐφθαρμένως (Α)
επίρρ. διεφθαρμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εφθαρμένος του ρ. φθείρομαι].