ζευκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
(CSV import)
 
(16)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=zeuktiko/s
|Beta Code=zeuktiko/s
|Definition=ή, όν,= <b class="b3">εὐναῖος</b>, of Aphrodite, Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.156</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ζευκτήριος]], [[ἡνίαι]] <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ή, όν,= <b class="b3">εὐναῖος</b>, of Aphrodite, Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.156</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ζευκτήριος]], [[ἡνίαι]] <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
{{grml
|mltxt=[[ζευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ζευκτός]]<br /><b>1.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο [[κρεβάτι]] τον άντρα με τη [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευκτικός Medium diacritics: ζευκτικός Low diacritics: ζευκτικός Capitals: ΖΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zeuktikós Transliteration B: zeuktikos Transliteration C: zefktikos Beta Code: zeuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= εὐναῖος, of Aphrodite, Sch.Opp.H.4.156;

   A = ζευκτήριος, ἡνίαι Gloss.

Greek Monolingual

ζευκτικός, -ή, -όν (Α) ζευκτός
1. (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα
2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.