ζευγίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_13a)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζευγίζω''': μέλλ. -σω, θέτω ὑπὸ ζυγὸν κατὰ ζεύγη, ἑνώνω, Ἁκύλλ. Π. Δ.
|lstext='''ζευγίζω''': μέλλ. -σω, θέτω ὑπὸ ζυγὸν κατὰ ζεύγη, ἑνώνω, Ἁκύλλ. Π. Δ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζευγίζω]] (Α) [[ζεύγος]]<br />[[συνδέω]] [[κατά]] ζεύγη [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]], [[ενώνω]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευγίζω Medium diacritics: ζευγίζω Low diacritics: ζευγίζω Capitals: ΖΕΥΓΙΖΩ
Transliteration A: zeugízō Transliteration B: zeugizō Transliteration C: zevgizo Beta Code: zeugi/zw

English (LSJ)

   A yoke in pairs, unite, in Pass., PGrenf.1.1.1(ii B.C.), LXX 1 Ma.1.15,Aq.Nu.25.3.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγίζω: μέλλ. -σω, θέτω ὑπὸ ζυγὸν κατὰ ζεύγη, ἑνώνω, Ἁκύλλ. Π. Δ.

Greek Monolingual

ζευγίζω (Α) ζεύγος
συνδέω κατά ζεύγη κάτω από τον ίδιο ζυγό, ενώνω.