ἡδυφωνία: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />voix <i>ou</i> son agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύφωνος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />voix <i>ou</i> son agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύφωνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡδυφωνία]], ἡ (AM) [[ηδύφωνος]]<br />η [[γλυκύτητα]] της φωνής ή του ήχου («[[ἡδυφωνία]] Σειρήνων», <b>Φώτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sweetness of sound, Babr.9.3, Alciphr.3.12, etc.
German (Pape)
[Seite 1155] ἡ, angenehme Stimme, Babr. 9, 3 u. VLL.; σύριγγος, Alciphr. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυφωνία: ἡ, ἡδύτης φωνῆς ἢ ἤχου, Βάβρ. 9. 3· σύριγγος Ἀλκίφρων 3. 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix ou son agréable.
Étymologie: ἡδύφωνος.
Greek Monolingual
ἡδυφωνία, ἡ (AM) ηδύφωνος
η γλυκύτητα της φωνής ή του ήχου («ἡδυφωνία Σειρήνων», Φώτ.).