ἡμεροδανειστής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(6_19)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμεροδᾰνειστής''': -οῦ, ὁ, ὁ δανείζων ἐπὶ καθημερινῷ τόκῳ, Διογ. Λ. 6. 99, 100.
|lstext='''ἡμεροδᾰνειστής''': -οῦ, ὁ, ὁ δανείζων ἐπὶ καθημερινῷ τόκῳ, Διογ. Λ. 6. 99, 100.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἡμεροδανειστής]])<br />αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δανειστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[δανείζω]])].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροδᾰνειστής Medium diacritics: ἡμεροδανειστής Low diacritics: ημεροδανειστής Capitals: ΗΜΕΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hēmerodaneistḗs Transliteration B: hēmerodaneistēs Transliteration C: imerodaneistis Beta Code: h(merodaneisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who lends on daily interest, D.L.6.99, 100.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, der auf einzelne Tage Geld leiht u. Zinsen nimmt, D. L,. 6, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροδᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ δανείζων ἐπὶ καθημερινῷ τόκῳ, Διογ. Λ. 6. 99, 100.

Greek Monolingual

ο (Α ἡμεροδανειστής)
αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + δανειστής (< δανείζω)].